- προκαταπίμπρημι
- προκατα-πίμπρημι,A burn beforehand, D.C.66.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταπίμπρημι — Α καίω εντελώς κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταπίμπρημι «καίω εντελώς»] … Dictionary of Greek